Αν υπήρχαν ελληνικές ποικιλίες της «Ζώνης του Λυκόφωτος», οι Ασπρούδες θα ήταν αρχηγός τους. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό οι Ασπρούδες να μην αποτελούν μία ποικιλία, αλλά ομάδα ποικιλιών. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν πως το όνομα χρησιμοποιείται ως γενικός όρος, για μη προσδιοριζόμενες λευκές ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λευκών ξηρών κρασιών.
Οι Ασπρούδες είναι συνήθως φυτεμένες μαζί, ενώ και η συγκομιδή και η οινοποίησή τους γίνονται ταυτόχρονα. Δίνουν κρασί με κίτρινο χρώμα μέτριας έντασης, που έχει μύτη μέτριας αρωματικής έντασης, με νότες μήλου και λεμονιού, ενώ ανάλογη είναι και η περιεκτικότητα σε αλκοόλη και οξύτητα στο στόμα. Εντελώς περιστασιακά, οι Ασπρούδες οινοποιούνται ξεχωριστά και κυκλοφορούν στην αγορά ως διαθέσιμα κρασιά. Η πιο γνωστή παρουσία των Ασπρούδων είναι στον οίνο ΠΟΠ Μαντίνεια, της Αρκαδίας, κοντά στην Τρίπολη, στην καρδιά του αμπελώνα της Πελοποννήσου. Οι νομοθεσία για τις ονομασίες προέλευσης επιτρέπει την προσθήκη περίπου 15-20% Ασπρούδων, για να προστεθεί όγκος και βάρος στο πολύ κομψό μοσχοφίλερο (πασίγνωστο από το δίδυμο Μοσχοφίλερο-Μαντίνεια), που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του χαρμανιού.
Πράγματι, η εξερεύνηση των αρωμάτων και της γεύσης των κρασιών από Ασπρούδες αξίζει τον κόπο, ιδίως εάν συνοδευτεί από μια επίσκεψη στα αμπελοτόπια της κεντρικής Πελοποννήσου. Τα κρασιά στα οποία κυριαρχούν οι Ασπρούδες είναι συνήθως μαλακά και ιδιαίτερα ευκολόπιοτα, ιδανικά για να καταναλωθούν παγωμένα, συνοδεύοντας ποικιλία ελαφρών ορεκτικών και ανάλογων μεζέδων. Ωστόσο, δεν ενδείκνυνται για παλαίωση και καλό είναι να καταναλώνονται μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν είναι ακόμα φρέσκα και ζωντανά.
Πηγή:https://winesofgreece.org/