Ο Γάλλος ακαδημαϊκός ποιητής και συγγραφέας Ιωάννης Ρισπέν (1849-1926) στην «Ελληνική Μυθολογία» του (29 σελ 30 α' τόμος) γράφει: Ο Ζευς, καλούσε σε βοήθεια, πολλές φορές, θνητούς μεταξύ των οποίων και «τον Ηρακλέα, τον οποίο ενίοτε συνδέουν με τον Διόνυσο».
Στη Δράμα που αποκαλύφθηκαν στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της λάτρευαν το θεό Διόνυσο, βρέθηκαν αναθηματικές πλάκες με εγχάρακτο το όνομα τον Ηρακλή. Και αυτή η «σύμπτωση» ενισχύει κι ίσως επαληθεύει την ιστορική και μυθολογική συνέχεια. Από την άλλη η διάσπαρτη διάδοση της αμπελοκαλλιέργειας σε όλη την έκταση της βουνόκλειστης πεδιάδας μας κι η αποκάλυψη σπόρων από σταφύλια, τα αρχαιότερα στον κόσμο, δίδουν την βεβαιότητα της έντονης Διονυσιακής λατρείας από τα πανάρχαια χρόνια στον τόπο μας. Άλλωστε όταν με, το καλό γίνουν συστηματι¬κές ανασκαφές πολλά ιερά του θεού Διονύσου θα ξεπηδήσουν από τα σπλά¬χνα της γης όπως αυτό τον Βάκχου που αποκαλύφθηκε στην Καλή Βρύση. Αν κάποτε μάλιστα βρεθεί και το περίφημο ιερό των Σατρών στο Φαλακρό τότε πολλά αρχαιολογικά κι ιστορικά ερωτηματικά θα βρουν απάντηση.
Ο Γάλλος ελληνολάτρης συγγραφέας συνεχίζει: Ο Δίας «για να προφυλάξει τον (μικρό) Διόνυσο από την οργή της Ήρας, τον μεταμόρφωσε σε κατσίκι και διέταξε τον Ερμή να τον μεταφέρει στην (πόλη) Νίσσα, που έχει και μια ωραία κοιλάδα κι ένα σπήλαιο. Η μυθική πόλη Νίσσα τοποθετείται στη Βοιωτία, τη Θράκη (το πιθανότερο), τις Ινδίες, την Αίγυπτο και την Αραβία. Κι' εκεί (ο φτερωτός Ερμής) τον παρέδωσε στις Νύμφες στις οποίες και ανέ¬θεσε την (ευθύνη της διατροφής) κι ανατροφής τον. Κι' αυτές, τον ανέθρεψαν με αθάνατη γλυκιά τροφή μέσα στο σπήλαιο» (24 σελ. 61)
Η περιοχή μας ανήκε στη Θράκη, την «πεδινή Θράκη» όπως την έλεγαν κατά την αρχαιότητα, και είναι γεμάτη από τοποθεσίες που ανταποκρίνονται στην περιγραφή του μύθου. Από τη Θράκη λέγεται μετά επιτάσεως από τους περισσότερους ιστορικούς και αρχαιολόγους συγγραφείς, ότι ξεκίνησε και διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στον τότε γνωστό κόσμο, η λατρεία τον Θεού Διονύσου. Και δέχονται αυτήν την εκδοχή με την ίδια άνεση που αναγνωρίζουν ότι η Θεά Αφροδίτη είναι Κύπρια. «Πλησίον της Καβάλας ευρέθη αρχαίο νόμισμα φέρον εις την μίαν όψιν το τετράγωνο, χωρισμένο εις 4 ίσα κοίλα τετραγωνίδια, το σύνηθες τετράσκελον και εις την άλλη όψιν πολύ ωραία κεφαλήν Διονύσου με γενειάδα και με βότρεις σταφυλών κρεμασμένας εις τα ώτα. Το νόμισμα επιβεβαιοί την παράδοσιν ότι ο Διόνυσος είναι 'Ελλην της Θράκης, του οποίου ο βωμός και το μαντείον εστεφάνωσε το όρος Παγγαίον» (83 σελ. 104).
Το Νύσιο λοιπόν πεδίο και τα Νυσαία όρη και η Νυσαία πόλη είναι εδώ. Μια πόλη που αναφέρεται από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και πολλούς αρχαίους και νεώτερους συγγραφείς, άσχετα αν δεν έχει εντοπισθεί ακόμη η συγκεκριμένη τοποθεσία της.
Όσο για τη σπηλιά στην οποία ανατράφηκε ο Διόνυσος κατά πάσα πιθανότητα είναι δυτικά τον Μααρά, κάπου στην Καλή Βρύση. Ίσως ακόμα και στην περιοχή των Κυργίων και τον Κεφαλαρίου, όπου υπάρχουν και φυσικά σπήλαια που συνοδεύονται από άφθονα νερά. Είναι οι πιο πρόσφορες περιοχές. Δασωμένες και υδροφόρες. Υποψήφια βέβαια είναι και η περιοχή Παρανεστίου που ακουμπά στα Νυσαία όρη, που είναι η οροσειρά τον Παγγαίου,(Φαλακρού), με τα Τέμπη τον Νέστου και τις παρθένες φυσικές ομορφιές, αλλά και το φοβερό αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Από την παράδοση των Καληβρυσιωτών είχαμε την πληροφορία, πολύ πριν αποκαλυφθεί ο ναός του θεού Διονύσου, και πολύ πριν γράψει ο καθηγητής Θ. Γόνιος στον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης πως το μαντείο τον θεού Διονύσου βρίσκεται κοντά στην Καλή Βρύση, ότι στον τόπο τους υπήρχε ναός στον οποίο λατρευότανε ο Διόνυσος. Και δικαιολογούσαν με αυτόν τον τρόπο τα διονυσιακά έθιμά τους που ανάγονται σε πανάρχαιες εποχές. Διονυσιακά έθιμα βέβαια που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Από τους γεροντότερους διασώζεται ένας μύθος. Λένε λοιπόν ότι, όταν ο θεός Διόνυσος έφερε την καλλιέργεια της αμπέλου στην περιοχή τα φύτρα της στην αρχή τα φόρτωσε πάνω στα φτερά των αηδονιών. Καθ' οδών όμως κουράστηκαν τα πουλιά και τα μεταφόρτωσε στη ράχη του γαιδάρου. Όμως ο γάιδαρος κλώτσησε γι' αυτό κι αγγάρεψε ένα λιοντάρι. Τελικά στον κάμπο της Δράμας έφτασε το πολύτιμο φορτίο με τα συμπαθέστατα γουρούνια.
Ο μύθος είναι χαρακτηριστικός. Κι έχει να κάνει με το Βάκχο και την οι¬νοποσία. Οι θιασώτες της λατρείας τον Θεού Διονύσου στην αρχή της ευωχίας έχουν αθεράπευτη διάθεση για τραγούδι. Γλεντούν και τραγουδούν αδιάκοπα κι η φωνή τους είναι γλυκιά και καθάρια σαν των αηδονιών. Όμως όταν επέλθει ο κορεσμός κι ενώ το κέφι συνεχίζεται η φωνή των μπεκρήδων γίνεται παράφωνη, ίδια σαν των...γαϊδάρων. Το ξέρουμε, άλλωστε, και τους συμβουλεύουμε να σωπάσουν γιατί...γκαρίζουν!.. Αλλά η επήρεια τον αλκοόλ τους γιγαντώνει. Και τότε, ποιος είδε τον μεθυσμένο και δεν τον φοβήθηκε.
Ο Βάκχος έκανε τους μεθυσμένους να νοιώθουν δυνατοί, αγέρωχοι κι αλαζόνες. Τους έκανε τυράννους, λιοντάρια ανήμερα, που δεν σκιάζονται από κανένα. Όμως αυτά τα λιοντάρια θα σπάσουν κάποτε, θα πέσουν τα φτερά τους και θα συρθούν στο έσχατο σκαλί της καταφρόνιας. θα κυλιστούν στη λάσπη, όπως τα καλοκάγαθα, αλλά βρώμικα γουρούνια.