Παρόλο που υπάρχουν αμέτρητα ιστορικά στοιχεία για την αμπελοκαλλιέργεια και τις μεθόδους παραγωγής κρασιού ανά τους αιώνες, σε διάφορους τόπους και πολιτισμούς, δεν έχει καταστεί ακόμη ιστορικά σαφής, ο τόπος και ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε η πρώτη παραγωγή κρασιού. Συνεπώς, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, στην αχανή έκταση από τη Βόρεια Αφρική έως την Νότια- Κεντρική Ασία. Την έλλειψη αυτή των ιστορικών ντοκουμέντων, έρχονται να καλύψουν διάφοροι θρύλοι και αναφορές, όπως για παράδειγμα οι Βιβλικές αναφορές που μιλούν για παραγωγή κρασιού από το Νώε και τους γιους του. Αυτό το οποίο έχει επικρατήσει ισχυρότερα ως αντίληψη, χωρίς ωστόσο να αποτελεί και ιστορικό ντοκουμέντο, είναι ένας περσικός θρύλος για το θέμα. Σύμφωνα με το θρύλο αυτό, ο Πέρσης βασιλιάς Jamshid είχε κάποτε θυμώσει και εξορίσει μια χορεύτρια από το χαρέμι του, η οποία από τη στενοχώρια της θέλησε να αυτοκτονήσει. Πηγαίνοντας στις αποθήκες του παλατιού, η κοπέλα ήπιε το περιεχόμενο ενός μπουκαλιού, το οποίο στην ετικέτα του έγραφε τη λέξη «δηλητήριο». Το μπουκάλι περιείχε υπολείμματα σταφυλιού, τα οποία είχε θεωρηθεί ότι είχαν χαλάσει. Στην πραγματικότητα βέβαια, τα σταφύλια με το χυμό τους, δεν είχαν χαλάσει, αλλά είχαν υποστεί αλκοολική ζύμωση, τη αντίδραση δηλαδή που λαμβάνει χώρα όταν ο χυμός του σταφυλιού μετατρέπεται σε κρασί. Μετά την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας από το μπουκάλι με το «δηλητήριο», η κοπέλα διαπίστωσε ότι αντί να πεθάνει, άρχισε να νιώθει πολύ ευχάριστα και το ηθικό της αναπτερώθηκε. Πηγαίνοντας την ανακάλυψη της στο βασιλιά, εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που όχι μόνο κράτησε τη χορεύτρια στο χαρέμι του, αλλά αποφάσισε ότι όλα τα σταφύλια που παράγονται στην Περσέπολη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κρασιού. Και κάπως έτσι, σύμφωνα με το μύθο έλαβε χώρα η πρώτη παραγωγή κρασιού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι ιστορικοί, στην πλειονότητα τους, θεωρούν πως η ιστορία αυτή είναι ένας καθαρός μύθος. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, αν μη τι άλλο, τόσο η παραγωγή όσο και το εμπόριο του κρασιού, ήταν ευρέως διαδεδομένο την εποχή της ηγεσίας των πρώτων Περσών βασιλιάδων.
Στην ελληνική μυθολογία, ο θεός που προσέφερε την άμπελο στους ανθρώπους και τους έμαθε να παρασκευάζουν το κρασί, ήταν ο Διόνυσος. Ο Διόνυσος ήταν ένας πολύ αγαπητός θεός, ιδιαίτερα πρόσχαρος, που δεν άνηκε μεν στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, αλλά ήταν γιός της θνητής Σεμέλης, κόρης του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και του θεού Δία. Ο Διόνυσος λατρευόταν πολύ συχνά από τους ανθρώπους, με τις λεγόμενες βακχικές τελετές. Μάλιστα, από τη λατρεία του θεού Διονύσου γεννήθηκε στο νησί της Ικαρίας το αρχαίο δράμα.
Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, ο θεός Διόνυσος πρωτογνώρισε το κρασί ευρισκόμενος στα βάθη της ανατολής. Μαγεμένος από τη γεύση του και ενθουσιασμένος από τη δράση του στην ψυχολογία, αποφάσισε να μεταφέρει το εκλεκτό αυτό ποτό στη χώρα του. Έτσι, χρησιμοποίησε το άδειο κρανίο ενός αηδονιού για να μεταφέρει τον πολύτιμο σπόρο του σταφυλιού στην Ελλάδα και να τον φυτέψει. Ο μαγικός όμως σπόρος, βλάστησε και καρποφόρησε κατά τη διάρκεια του ταξιδίου του θεού, με αποτέλεσμα να μην χωράει στο κρανίο του αηδονιού, γεγονός που ανάγκασε το θεό να χρησιμοποιήσει το κρανίο ενός λιονταριού για τη μεταφορά του κλήματος. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, η άμπελος συνέχιζε να μεγαλώνει, με αποτέλεσμα ο Διόνυσος να πρέπει να τη μεταφυτέψει και πάλι, αυτή τη φορά στο κρανίο ενός γουρουνιού. Το φυτό έφτασε εν τέλει και φυτεύτηκε στην ελληνική γη, μέσα στο κρανίο του γουρουνιού και από αυτό εδώ το κομμάτι του μύθου, έχει επικρατήσει μέχρι και σήμερα η άποψη: «όποιος πίνει κρασί, στην αρχή τραγουδάει σα το αηδόνι. Αν συνεχίσει να πίνει, νιώθει γενναίος σα το λιοντάρι. Αν όμως το παρακάνει, αρχίζει να συμπεριφέρεται σα το γουρούνι.»
Στη συνέχεια του μύθου, όταν ο θεός Διόνυσος έφτασε στην Ελλάδα, δώρισε το αμπέλι στο βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα, ο οποίος και έδωσε εντολή στον τσοπάνη του τον Στάφυλο να το φυτέψει. Ο Στάφυλος με τη σειρά του, αποφάσισε να γευτεί του καρπούς του φυτού και ενθουσιασμένος από τη γεύση του, τα προσέφερε στο βασιλιά του. Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και γεύτηκε το χυμό τους και από τότε ο Διόνυσος ονόμασε το χυμό αυτό «οίνο» και τους καρπούς «σταφύλια» προς τιμήν του βασιλιά και του τσοπάνη του, που αποδέχτηκαν και αξιοποίησαν το θεϊκό δώρο.
Ο ρόλος του θεού Διονύσου στην καλλιέργεια του σταφυλιού και στην παραγωγή του κρασιού ήταν κομβικός, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες. Ο εύθυμος αυτός θεός, αφού δώρισε στους ανθρώπους την άμπελο, ταξίδεψε από την Ελλάδα στην Αίγυπτο, τη Λιβύη αλλά και σε άλλες χώρες τις Αφρικής και της Ασίας, φθάνοντας μέχρι και την Ινδία, με σκοπό να χαρίσει στους ανθρώπους και τις γνώσεις και τεχνικές για την παραγωγή του κρασιού. Ο θεός λοιπόν, προκειμένου να διαδώσει το μαγικό αυτό ποτό στους ανθρώπους και να το καταστήσει μέρος του πολιτισμού τους, περιηγήθηκε αρχικά σε διάφορες πόλεις κρατώντας πάντα στο ένα του χέρι θύρσο και στο άλλο ένα δοχείο κρασιού. Όπου έβρισκε φιλόξενους και χαμογελαστούς ανθρώπους, τους μάθαινε πως να φτιάχνουν το κρασί. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις για το θεό του κρασιού, λάμβαναν χώρα σε πάρα πολλά μέρη, οι δε παρευρισκόμενοι θα έπρεπε να συμμετέχουν σε αυτές πολύ ενεργά, πίνοντας πολύ κρασί και χορεύοντας προς τιμήν του Διονύσου. Σε διαφορετική περίπτωση, η μη συμμετοχή των παρευρισκόμενων στην τελετή, θεωρείτο μεγάλη προσβολή προς το θεό Διόνυσο και επέσυρε την οργή του.
Στα ταξίδια του αυτά, ο θεός Διόνυσος πάντοτε συνοδευόταν από ένα πολύβουο και χαρούμενο πλήθος, που το αποτελούσαν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Οι Μαινάδες ήταν νύμφες αφιερωμένες στο θεό Διόνυσο, οι οποίες επιδίδονταν σε χορευτικές τελετές λατρείας πάντοτε προς τιμήν του θεού. Ενώ θεωρούνταν άγρια πλάσματα του δάσους, στα διάφορα αγγεία απεικονίζονταν να παίρνουν μέρος και σε ειρηνικές διαδικασίες, όπως αυτή του τρύγου και της οινοποιίας. Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθολογικά όντα, που μαζί με τους Σειληνούς αποτελούσαν τα πνεύματα των βουνών και των δασών. Η διαφορά μεταξύ τους, σύμφωνα με τις απεικονίσεις στην τέχνη, ήταν ότι οι μεν Σάτυροι ήταν ανθρωπόμορφοι από τη μέση και επάνω, φαλακροί και με μυτερά αυτιά, ενώ από τη μέση και κάτω είχαν πόδια και ουρά τράγου, ενώ οι Σειληνοί από τη μέση και κάτω είχαν σώμα αλόγου. Και οι δύο ήταν πιστοί υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διονύσου, τον οποίον μάλιστα τον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Η ασχολία τους ήταν το παίξιμο του αυλού και της κιθάρας κατά τη διάρκεια των Διονυσιακών τελετών, ο τρύγος αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών, που όλα μαζί αποτελούσαν την διονυσιακή έκφραση της γονιμότητας στη φύση.
Όλοι αυτοί ήταν οι πιστοί ακόλουθοι του θεού στα ταξίδια του, με σκοπό τη διάδοση του κρασιού, σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γη. Σύμφωνα με τη μυθολογία, σε κάποια μέρη ο ιδιόρρυθμος αυτός όχλος ήταν εξ’ αρχής καλοδεχούμενος, σε άλλα πάλι όχι. Εκεί που βασίλευε η εχθρικότητα και ο χλευασμός, ο θεός Διόνυσος, ήταν πάντα σε θέση να μεταστοιχειώνει τα αρνητικά αισθήματα των ανθρώπων. Και αυτό γιατί ο θεός Διόνυσος, προσέφερε στους ανθρώπους πάντα το κρασί και τους έκανε να ξεχνούν τις στενοχώριες τους και να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα τους η χαρά. Τελικά όλοι οι άνθρωποι κατέληγαν να λατρεύουν το θεό Διόνυσο και να επιδίδονται σε τελετές προς τιμήν του.
Για τους αρχαίους Έλληνες, ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός της χαράς και του γλεντιού. Ο Διόνυσος είναι ο θεός που μαζί με το κρασί, δώρισε και τον πολιτισμό εκεί που ζούσαν «οι βάρβαροι», γιατί πολύ απλά έμαθε στους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους να μπορούν να καλλιεργούν την άμπελο, να παρασκευάζουν το κρασί και να το γεύονται σε κάθε ευκαιρία, με απώτερο και μοναδικό σκοπό να αναζητούν τον ίδιο το θεό μέσα τους.
Πηγή:beautyguard.g