Η ελληνική επανάσταση του 1821, σε κλίμα ασφυξίας στο εσωτερικό και φιλελληνισμού, νεοελληνικού διαφωτισμού και πολιτικής στήριξης από το εξωτερικό, στάθηκε αναπόφευκτα, καταστροφική για τον ελληνικό αμπελώνα. Οι μεν πρώην εξουσιαστές κατέστρεφαν τον πλούτο του εχθρού, ενώ οι εξεγερμένοι παρατούσαν κλαδέματα, τρύγους και οινοποιήσεις και έπαιρναν τα όπλα. Στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, από τη σύσταση δηλαδή του ελληνικού κράτους ως ανεξάρτητου, άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοπαραγωγής και εμφανίστηκαν οι πρώτοι έλληνες οινολόγοι. Ουσιαστικά όμως απέτυχαν, αφού για έναν ακόμα αιώνα οι Έλληνες προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τον τόπο τους. Ακόμα και τότε όμως, το οινεμπόριο και οι εξαγωγές κρασιού Σαντορίνης συνεχίστηκαν.
Ωστόσο, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας και πιο συγκεκριμένα μετά από τα μέσα του 19ου αι., εμφανίστηκαν τα πρώτα μεγάλα οινοποιεία, τα οποία κατείχαν ή συμμετείχαν στην ιδιοκτησία τους Ευρωπαίοι (στην Αχαΐα ο Κλάους και στην Κεφαλλονιά ο Τουλ), οροθετώντας ουσιαστικά τις αρχές της σύγχρονης ελληνικής οινοποιίας. Τα οινοποιεία αυτά είχαν άμεση πρόσβαση στα ευρωπαϊκά λιμάνια. Ακολουθούν σημαντικά οινοποιεία στην Αττική (Καμπάς) και λιγότερο στη Νεμέα, στη Σάμο, στη Νάουσα και στη Σαντορίνη, που κατείχε τα πρωτεία των ελληνικών εξαγωγών, με κύρια αγορά τη Ρωσία. Οι πρώτοι έλληνες οινολόγοι με σπουδές στη Γαλλία έρχονται στην πατρίδα, ενώ η Ελλάδα επεκτείνει τα σύνορά της, προσαρτώντας στο έδαφός της τα νησιά του Ιονίου πελάγους και τη Θεσσαλία, φτάνοντας περίπου στη μισή σημερινή της έκταση.
Ουσιαστικά, παραμένοντας στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, προς τα τέλη του 19ου αιώνα και ενώ η φυλλοξήρα έχει καταστρέψει το γαλλικό αμπελώνα, η πλειονότητα της ελληνικής οινοπαραγωγής κατευθύνεται προς τη Γαλλία. Επειδή η παραγωγή δεν επαρκεί, αρχίζει μαζική εξαγωγή σταφίδων για οινοποίηση (σταφιδίτης οίνος) και πολλά αμπέλια οινοποιήσιμων ποικιλιών μετατρέπονται σε αμπέλια σταφίδας. Σε λίγα χρόνια όμως, η ζήτηση θα σταματήσει, προκαλώντας τη σταφιδική κρίση, με καταστροφικές συνέπειες στην ελληνική παραγωγή και ανάλογες στην ελληνική οικονομία. Στο τέλος του αιώνα η φυλλοξήρα θα εμφανιστεί και στην Ελλάδα, για να επιδεινώσει την κατάσταση. Το πρώτο μισό του 20ου αι. είναι ακόμη πιο δραματικό για το ελληνικό κρασί: φυλλοξήρα, εξαφάνιση ορισμένων ιστορικών αμπελώνων και ποικιλιών αμπέλου, χάσιμο αγορών, μετανάστευση, ανικανότητα του κράτους να οργανώσει την παραγωγή και το χειρότερο, εκατομμύρια Έλληνες ξεριζώνονται από τις πατρογονικές εστίες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, ενώ συνεχόμενοι καταστροφικοί πόλεμοι (βαλκανικοί, παγκόσμιοι, εμφύλιος), αποτελειώνουν ό,τι κατάφερε να γλιτώσει από τη φυλλοξήρα.
Το τέλος των εποχών των δεινών εισήγαγε μία κατεστραμμένη Ελλάδα στη Σύγχρονη περίοδο (1945 – 1975) με αντίτιμο τα σημερινά της σύνορα. Μία χώρα που έμεινε να παρακολουθεί τις παγκόσμιες οινικές εξελίξεις από το περιθώριο. Η ρετσίνα, σαν ιδιαίτερο κρασί, η Μαυροδάφνη Πατρών και τα κρασιά με τη γεωγραφική ένδειξη Σάμος, ήταν τα βασικά εμφιαλωμένα κρασιά που εξάγονταν. Από την άλλη μεριά, μεγάλες ποσότητες, υψηλόβαθμων κυρίως και βαθύχρωμων κρασιών, κατευθύνονταν χύμα για αναμείξεις και ενισχύσεις ευρωπαϊκών. Το ευχάριστο ήταν ότι τα περισσότερα νησιά έμειναν ανέπαφα από τη φυλλοξήρα, διασώζοντας εκατοντάδες γηγενείς ποικιλίες αμπέλου, ενώ σταδιακά, στον αμπελώνα των ηπειρωτικών περιοχών της Ελλάδας εισήχθησαν αντιφυλλοξηρικά υποκείμενα.
Η παρουσία μεγάλων συνεταιριστικών οινοποιείων (Κρήτης, Ρόδου, Σάμου, Νεμέας, Πάτρας, Νάουσας, Σαντορίνης, Τυρνάβου, κ.ά.), καθώς και μεγάλων ιδιωτικών οινοποιητικών εταιρειών (Μπουτάρη και Τσάνταλη στη Μακεδονία και Κουρτάκη στην Αττική), που επένδυσαν σε εξοπλισμό, οδήγησε στην απορρόφηση μεγάλων ποσοτήτων σταφυλιών και στην παραγωγή εμπορικών κρασιών καλής ποιότητας. Σε αυτήν την περίοδο της Σύγχρονης περιόδου (3ο τέταρτο του 20ου αι.) άρχισε, επίσης, η εξαγωγή εμφιαλωμένων κρασιών από ονομαστούς αμπελώνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως ο αμπελώνας στη Νεμέα, στη Νάουσα και στη Μαντίνεια, που παλιότερα μειονεκτούσαν εξαγωγικά, απέναντι στους αμπελώνες των νησιών και των παράλιων περιοχών, μην μπορώντας να φτάσουν εύκολα στα εμπορικά λιμάνια.
Στη Σύγχρονη περίοδο, 25 αιώνες μετά από τις σφραγίδες των αρχαίων ελληνικών αμφορέων, το 1971 έχουμε την πρώτη σύγχρονη κατηγοριοποίηση των ελληνικών οίνων, όπου νομοθετούνται οι πρώτες ονομασίες προέλευσης οίνων στην Ελλάδα, στα πρότυπα της γαλλικής νομοθεσίας. Στο Ινστιτούτο Οίνου έγινε πολύ σημαντική ερευνητική δουλειά, με επικεφαλής τη χαρισματική διευθύντριά του, Σταυρούλα Κουράκου. Το πολυσχιδές έργο της κας Κουράκου και των συνεργατών της, θα οδηγήσει στην ανάδειξη του διαχρονικού πλούτου του ελληνικού αμπελώνα και του σύγχρονου ελληνικού κρασιού, χαρίζοντας σε αρκετούς ιστορικούς ελληνικούς αμπελώνες νομοθετική αναγνώριση και προστασία, καθώς και το δικαίωμα αναγραφής της ονομασίας τους στις ετικέτες των κρασιών τους. Αρκετά χρόνια αργότερα αναγνωρίζονται οι Τοπικοί Οίνοι, ενώ η Ελλάδα γίνεται πλήρες μέλος της (σημερινής) Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έκτοτε, η νομοθεσία, η αμπελοοινική παραγωγή και η αγορά του κρασιού, συνδέονται άμεσα με τις αντίστοιχες κοινοτικές. Σε αυτήν την περίοδο υφίσταται και η ίδρυση φορέων ελληνικού κρασιού.
Πηγή:https://winesofgreece.org