Η γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας εκτείνεται από την οροσειρά της Πίνδου στα δυτικά, μέχρι τα σύνορα με την Θράκη στα ανατολικά. Στούς αμπελώνες της Μακεδονίας (Δράμας, Καβάλας, Χαλκιδικής, Γουμένισσας, Νάουσας, Αμυνταίου κ.ά.) ευδοκιμούν αρκετές διεθνείς ποικιλίες, παράγοντας μερικά από τα καλύτερα κρασιά από Sauvignon Blanc,Chardonnay και Syrah της Ελλάδας, αλλά και γηγενείς ποικιλίες, προεξέχοντος του Ξινόμαυρου, της ευγενέστερης ερυθρής ποικιλίας των αμπελώνων στη Βόρεια Ελλάδα.
Οι αμπελώνες στη Μακεδονία είναι διάσπαρτοι μέσα σε άλλες (δενδρώδεις ή μη) καλλιέργειες, κυρίως σε ομαλό ανάγλυφο, αλλά και σε πλαγιές ορεινών όγκων (ορεινά και ημιορεινά αμπελοτόπια). Συχνά, γειτνιάζουν με θάλασσες και λίμνες, επωφελούμενοι από το ευνοϊκότερο μεσόκλιμα που δημιουργούν οι όγκοι νερού. Τα εδάφη είναι γενικά γόνιμα με καλή υδατοχωρητικότητα και ευνοούν τη ζωηρότητα της αμπέλου, επιβάλλοντας τη χρήση ανεπτυγμένων συστημάτων διαμόρφωσης και περίτεχνων καλλιεργητικών πρακτικών. Λόγω του ομαλότερου αναγλύφου, σε σχέση με τη νότια Ελλάδα, αλλά και της μεγαλύτερης διαθεσιμότητας φυσικών πόρων (εδάφη, νερό κ.λπ.), οι αμπελώνες στη Μακεδονία είναι κυρίως γραμμικοί και αρδευόμενοι, με μέσες-μεγάλες αποστάσεις φύτευσης (συνήθως λιγότερα από 400 φυτά ανά στρέμμα).
Παρόλο που στη Δράμα και στη Καβάλα δεν έχει θεσμοθετηθεί καμία ζώνη ΠΟΠ, θεωρούνται δύο από τις πιο σημαντικές οινοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Συγκεντρώνουν πολλούς πρωτοπόρους παραγωγούς, που έχουνε δημιουργήσει κάποια από τα πιο συναρπαστικά κρασιά της Ελλάδος.
Στην περιοχή της Καβάλας, οι ιδιαίτερα ήπιες και υγρές κλιματικές συνθήκες, που διαμορφώνονται στην κοιλάδα και τις λοφώδεις εκτάσεις μεταξύ της θαλάσσιας ακτογραμμής (παραθαλάσσια αμπελοτόπια) και του Παγγαίου όρους, σε συνδυασμό με τα βαθιά, γόνιμα εδάφη, αποτέλεσαν ιδανικό τόπο προσαρμογής των πρώιμων ξένων λευκών ποικιλιών Sauvignon Blanc (κυρίως), Chardonnay και Semillon. Σε αυτό συνηγόρησε και η προσεγμένη αμπελοκαλλιέργεια των παραγωγών της περιοχής, γνωστής από παλιά για τα επιτραπέζια σταφύλια της.
Στην ξηρότερη και θερμότερη περιοχή της Δράμας, στα βορειοδυτικά της Καβάλας, προσαρμόστηκαν καλύτερα οι ερυθρές διεθνείς ποικιλίες Cabernet Sauvignon, Merlot και Syrah, αλλά και η εκλεκτή λευκή ποικιλία των Κυκλάδων, το Ασύρτικο, που στις συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας βρήκε ένα δεύτερο τόπο εγκατάστασης, δίνοντας πιο αρωματικά και κομψά κρασιά. Ο αμπελώνας Δράμας και Καβάλας, γραμμικός στο σύνολό του, συγκαταλέγεται στους πιο σύγχρονους και άρτια οργανωμένους της Ελλάδας και είναι στην πλειονότητά του αρδευόμενος.
Ο νομός Σερρών συνορεύει με τους νομούς Δράμαςκαι αβάλας στα ανατολικά και με τους νομούς Θεσσαλονίκης και Κιλκίς στα δυτικά. Παρόλο που περικλείεται δυτικά από τις οροσειρές Κερκίνης– Βερτίσκου-Κερδυλίων και ανατολικά από τις οροσειρές Ορβήλου– Μενοικίου– Παγγαίου, θεωρείται σχετικά πεδινή περιοχή. Ο ποταμός Στρυμώνας που πηγάζει από την Βουλγαρία και διασχίζει όλη την περιοχή, σχηματίζοντας την εύφορη κοιλάδα του Στρυμώνα, εκβάλει στον Στρυμονικό κόλπο.
Aν και η οινική ιστορία της περιοχής των Σερρών πάει πολύ πίσω στον χρόνο, η σύγχρονη ιστορία είναι σχετικά πρόσφατη. Η Σέρρες έχουν μεγάλη παράδοση στην παραγωγή ούζου, όμως τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς και η οινοπαραγωγή. Η θέσπιση του οίνου ΠΓΕ Σέρρες το 1995 και η αναθεώρηση του το 2004 και το 2010, επιτρέποντας περισσότερες ποικιλίες στην σύνθεση του, έδωσε ουσιαστική ώθηση στην περιοχή. Καλλιεργούνται τόσο γηγενείς όσο και διεθνείς ποικιλίες.
Ο αμπελώνας στη Χαλκιδική χαρακτηρίζεται από τα αμπέλια των πλαγιών του όρους Μελίτωνα, στη Σιθωνία, ' που αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους ενιαίους αμπελώνες στην Ελλάδα. Στις αρχές τους 1970, στα φτωχά εδάφη και στις ενίοτε έντονες κλίσεις της περιοχής, φυτεύτηκαν ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες, τόσο σε κύπελλα, όσο και σε γραμμικούς, μη αρδευόμενους αμπελώνες, υπό την καθοδήγηση του Εμίλ Πενό (Emile Peynaud). Αξιοσημείωτη ήταν η προσαρμογή των ποικιλιών Cabernet Sauvignon και Syrah, καθώς η περιοχή επωφελείτο από την άμεση επίδραση της θάλασσας (παραθαλάσσια αμπελοτόπια), αλλά και των γηγενών ποικιλιών Aσύρτικο, Ροδίτης, Aθήρι και Λημνιό, αλλά κυρίως μιας σπάνιας τότε, λευκής ποικιλίας της κεντρικής Ελλάδας, της Μαλαγουζιάς, που έκτοτε έχει εξελιχθεί σε μια από τις δυναμικότερες γηγενείς ποικιλίες. Στις Πλαγιές του Μελίτωνα σε ύψος 800 μ. εκτείνεται η ζώνη ΠΟΠ “Πλαγιές Μελίτωνα“, όπου παράγονται λευκά κρασιά από Αθήρι, Ασύρτικο και Ροδίτη και ερυθρά, από Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc και Λημνιό.
Σε εξίσου μεγάλο πόλο για τον αμπελώνα στη Χαλκιδική έχει εξελιχθεί πρόσφατα και η περιοχή του Αγίου Όρους, με νέες γραμμικές φυτεύσεις, ενώ κοντά στη Θεσσαλονίκη, οι παραθαλάσσιες περιοχές της Επανομής και του Αγίου Παύλου, με γονιμότερα εδάφη, αποτελούν άριστο τόπο προσαρμογής λευκών ποικιλιών, όπως είναι η Μαλαγουζιά και το Ασύρτικο.
Η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης που έχει εξελιχθεί σε μία πολύ σημαντική οινοπαραγωγική περιοχή της Ελλάδος, βρίσκεται στην κεντρική Μακεδονία και συνορεύει με την Ημαθία, την Πέλλα, το Κιλκίς και τις Σέρρες. Το κλίμα χαρακτηρίζεται μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες και θερμά καλοκαίρια, που μετριάζονται από τις θαλάσσιες αύρες. Η εγγύτητα με τον Θερμαϊκό κόλπο στα δυτικά και τον Στρυμονικό κόλπο στα ανατολικά, η λίμνη Κορώνεια και λίγο ανατολικότερα η Λίμνη Βόλβη, τα βουνά Χορτιάτης στα κεντροδυτικά του νομού, το Σιβρί και ο Βερτίσκος στα βόρεια και τα όρη Βόλβης στα βορειοανατολικά, και ο βορειοδυτικός άνεμος που επικρατεί (βαρδάρης) δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για αμπελοκαλλιέργεια, παρόλο που πολλοί αμπελώνες βρίσκονται σε χαμηλά υψόμετρα και σε παράκτιες περιοχές.
Η περιοχή διαθέτει τέσσερις οίνους Προστατευόμενης Γεωγραφικής ένδειξης, την ΠΓΕ Θεσσαλονίκη, την ΠΓΕ Επανομή, την ΠΓΕ Νέα Μεσημβρία και την ΠΓΕ Πλαγιές Βερτίσκου. Καλλιεργούνται τόσο γηγενείς όσο και διεθνείς ποικιλίες όπως το Ασύρτικο, η Μαλαγουζιά, ο Ροδίτης το Sauvignon Blanc και το Chardonnay από λευκές και το Λημνιό, το Ξινόμαυρο, το Syrah, το Merlot, το Cabernet Sauvignon και το Greneche Rouge.
H πιο σημαντική αμπελουργική περιοχή του Κιλκίς είναι η ζώνη ΠΟΠ της Γουμένισσας, που περιλαμβάνει το όρος Πάικο και σε υψόμετρο 150-250 μ. προσφέρει πιο ‘εύκολες’ συνθήκες καλλιέργειας σε σύγκριση με την Νάουσα. Ο αμπελώνας στη Γουμένισσα βρίσκεται βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα λοφώδη αμπελώνα, με ποικιλομορφία προσανατολισμών. Τα αμπέλια εντοπίζονται σε πλαγιές μικρής κλίσης και σε εδάφη με μέτρια γονιμότητα. Κυρίαρχη ποικιλία στην περιοχή είναι το Ξινόμαυρο, ενώ δεν λείπουν και λίγες φυτεύσεις με ξενικές ποικιλίες, οι οποίες δίνουν αξιόλογα αποτελέσματα. Ιδιαιτερότητα του αμπελώνα στη Γουμένισσα αποτελεί η συμμετοχή στην καλλιεργούμενη έκταση μιας τοπικής ερυθρής ποικιλίας, της Νεγκόσκας. Η Νεγκόσκα συναντάται σε ποσοστό 23-30%. Οι καλλιεργούμενοι αμπελώνες της Γουμένισσας είναι γραμμικοί, έχουν αραιή φύτευση (περίπου 350 πρέμνα ανά στρέμμα), ενώ τα φυτά είναι υποστηριγμένα και διαμορφωμένα σε αμφίπλευρο γραμμικό σχήμα.
Με κλίμα σχεδόν ηπειρωτικό, η Φλώρινα είναι η πιο ψυχρή αμπελουργική ζώνη της Ελλάδας.
Το οροπέδιο του Αμύνταιου στη Φλώρινα είναι μια από τις σπουδαιότερες αμπελουργικές ζώνες της Ελλάδος.
Ο αμπελώνας στο Αμύνταιο βρίσκεται βορειοδυτικά της Νάουσας, μεταξύ των ορεινών όγκων του Βερμίου
και του Βόρρα και κυριαρχείται από την καλλιέργεια του Ξινόμαυρου. Το ιδιαίτερα ήπιο κλίμα της περιοχής
(θερμικό άθροισμα 1.500-1.600dd) οφείλεται πέραν του υψομέτρου των 500-700μ. (ημιορεινά και ορεινά αμπελοτόπια)
και στην παρουσία τεσσάρων λιμνών, με μεγαλύτερη αυτή της Βεγορίτιδας. Καθώς βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Βερμίου,
δέχεται λιγότερη βροχόπτωση και καταγράφει υψηλότερη ηλιοφάνεια από τη γειτονική Νάουσα. Τα εδάφη του αμπελώνα στο Αμύνταιο
έχουν σχηματιστεί σε χοντρές αλλουβιακές αποθέσεις, γύρω από τις λίμνες, πάνω σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και είναι γενικώς αμμώδη,
ζεστά και χαμηλής γονιμότητας. Διαφοροποιούν έτσι, το χαρακτήρα των οίνων του Ξινόμαυρου από αυτόν της Νάουσας. Λόγω του
ήπιου και υγρού κλίματος, η περιοχή ενδείκνυται και για την καλλιέργεια πολλών ξενικών ποικιλιών. Οι αμπελώνες είναι γραμμικοί
και στην πλειονότητά τους μη αρδευόμενοι.
Το Αμύνταιο είναι η μόνη ζώνη ΠΟΠ όπου η παραγωγή των ροζέ ήσυχων κρασιών αλλά και ροζέ αφρωδών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα περισσότερα αφρώδη κρασιά παράγονται με τη μέθοδο της κλειστής δεξαμενής και μόνο ένα μικρό μέρος με την παραδοσιακή μέθοδο.
Στην Ημαθία βρίσκεται η Νάουσα, μία από τις πιο σημαντικές Ονομασίες Προέλευσης του Ελληνικού αμπελώνα, όπου παράγονται εξαιρετικά ερυθρά ξηρά κρασιά αποκλειστικά από Ξινόμαυρο.
Στον αμπελώνα της Νάουσας η ποικιλία ξινόμαυρο καλύπτει περίπου 6.000-6.500 στρέμματα, τα οποία είναι σχεδόν όλα διαμορφωμένα σε γραμμικά σχήματα. Στις συνθήκες της περιοχής, το ξινόμαυρο ωριμάζει όψιμα, μετά από τις 20 Σεπτεμβρίου, κάτι που το κάνει ευάλωτο στις ψυχρές και βροχερές χρονιές, οπότε και εντείνεται ο τανικός χαρακτήρας των οίνων που παράγονται από αυτό.
Καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα των προϊόντων παίζει η ποικιλότητα της τοπογραφίας και των εδαφών του αμπελώνα στη Νάουσα, καθώς η καλλιέργεια του Ξινόμαυρου καλύπτει τους πρόποδες και τις ανατολικές πλαγιές του Βερμίου όρους, από υψόμετρο 100μ. έως 400μ. και σε εδάφη που ποικίλλουν, από όξινα σχιστολιθικά έως αργιλασβεστώδη. Γενικά, η ωρίμαση του Ξινόμαυρου είναι καλύτερη σε ασβεστούχα εδάφη με καλή στράγγιση. Τα επιθυμητά χαρακτηριστικά τονίζονται ακόμη περισσότερο όταν οι οίνοι προέρχονται από αμπελώνες με χαμηλή στρεμματική απόδοση και με σωστή χρήση των αμπελοκομικών τεχνικών.
Πηγή: https://winesofgreece.org