Ως φυσική προέκταση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, η Στερεά Ελλάδα κατέχει μέρος της οροσειράς της Πίνδου. Οι ορεινοί όγκοι της περιοχής, που βρίσκονται κυρίως στο κεντρικό κομμάτι της, καθιστούν την περιοχή μία από τις πιο ορεινές της χώρας. Τα πεδινά τμήματα βρίσκονται κυρίως στο ανατολικό μέρος, στην Αττική και στην Βοιωτία και στα δυτικά στην Αιτωλοακαρνανία. Υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στη σύσταση των εδαφών που ποικίλουν από πολύ φτωχά έως πολύ εύφορα. Η σύνθετη τοπογραφία έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη εντυπωσιακά μεγάλης ποικιλίας μεσοκλιμάτων, που επηρεάζουν το στιλ των κρασιών κάθε περιοχής. Η δυτική πλευρά είναι αρκετά υγρή με υψηλό ποσοστό βροχοπτώσεων, η κεντρική είναι κυρίως ορεινή και ψυχρή και η ανατολική, που περιλαμβάνει τη Αττική, είναι η πιο ζεστή και ξηρή.
Η συνολική έκταση των αμπελώνων ανέρχεται στα 21,000 εκτάρια που αντιστοιχεί στο 28% του συνολικού Ελληνικού αμπελώνα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αμπελώνων μοιράζεται ανάμεσα στην Βοιωτία, την Εύβοια και την Αττική, με την Αττική να αποτελεί τον μεγαλύτερο αμπελώνα της Ελλάδος. Η καλλιέργεια της αμπέλου γίνεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό με παραδοσιακές μεθόδους (αμπελώνες με διαμόρφωση σε κύπελλα), εκτός από τις πρόσφατες φυτεύσεις και στηρίζεται κατά βάση στην καλλιέργεια γηγενών ποικιλιών, προεξέχοντος του Σαββατιανού, της πρώτης σε έκταση φύτευσης ποικιλίας οινοποιίας στην Ελλάδα.
H τοπογραφία της Αττικής είναι κυρίως ορεινή, εμποδίζοντας την έλευση των βόρειων ανέμων, ενώ το νότιο τμήμα, και πιο πεδινό, είναι εκτεθειμένο στους ανέμους από το νότο. Η εγγύτητα με την θάλασσα μετριάζει τις θερμοκρασίες στις παραθαλάσσιες περιοχές, παρόλα αυτά το μεγαλύτερο κομμάτι της περιοχής κατατάσσεται στις πιο ξηρές και ζεστές περιοχές της Ελλάδος. Το θερμικό άθροισμα ξεπερνά της 2.300dd, ενώ η ετήσια βροχόπτωση δεν υπερβαίνει τα 480mm, από την οποία κατά τους θερινούς μήνες πέφτουν λιγότερα από 100mm. Τα εδάφη της Αττικής είναι κυρίως ασβεστούχα, από προσχώσεις ποταμών και λιμνών. Έχουν χαμηλή γονιμότητα (κυρίως αμμοπηλώδη, με χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία. Εδώ, το Σαββατιανό προσαρμόζεται άριστα, χάρη στη μεγάλη ανθεκτικότητά του στην ξηρασία, αλλά και στον τρόπο καλλιέργειάς του, σε πυκνά φυτεμένους αμπελώνες, με διαμόρφωση σε κύπελλα.
Ο αμπελώνας στην Αττική (κυρίως των Μεσογείων), μαζί με αυτόν της Βοιωτίας και της Εύβοιας (η κοιλάδα της Χαλκίδας και η πεδιάδα του Λιλαντίου), είναι η κύρια περιοχή παραγωγής της ρετσίνας, που προέρχεται παραδοσιακά από την ποικιλία Σαββατιανό και σε μικρότερο ποσοστό από Ροδίτη. Εκτός αυτών, αρκετές είναι οι διεθνείς ποικιλίες αμπέλου που έχουν φυτευτεί, συχνά σε γραμμικούς αμπελώνες.
Στον αμπελώνα Φθιώτιδας καλλιεργούνται τόσο γηγενείς, όσο και διεθνείς ποικιλίες. Στην περιοχή της Αταλάντης Φθιώτιδας έχουν προσαρμοστεί εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες πολλές γηγενείς, αλλά ξενικές ποικιλίες, με σημαντικότερη, ίσως, το καμπερνέ σοβινιόν. Το κλίμα της περιοχής είναι ήπιο, καθώς επωφελείται από την ευνοϊκή επίδραση της θαλάσσιας αύρας την ημέρα (παραθαλάσσια αμπελοτόπια), αλλά και από τα ψυχρά ρεύματα του Παρνασσού, που εξασφαλίζουν πλήρη ωρίμαση των σταφυλιών. Πρόκειται για μια περιοχή που αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Στον αμπελώνα της Βοιωτίας καλλιεργούνται τόσο γηγενείς, όσο και διεθνείς ποικιλίες. Με σημαντικότερο κέντρο τις πεδινές εκτάσεις της Θήβας, καλλιεργούνται σε βαθιά αργιλοπηλώδη εδάφη οι ποικιλίες Σαββατιανό και Ροδίτης, κυρίως για την παραγωγή επιτραπέζιων οίνων και ρετσίνας, ενώ στις δροσερές βορειοανατολικές – βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Κιθαιρώνα, στα όρια μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας, ευδοκιμεί πλειάδα γηγενών ποικιλιών, όπως και ξενικών, που είναι φυτεμένες σε σύγχρονες γραμμικές φυτεύσεις. Το Μούχταρο είναι μια ερυθρή τοπική ποικιλία που προσπαθούν να αναβιώσουν οι παραγωγοί της περιοχής με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Η Εύβοια είναι το δεύτερο, σε έκταση, νησί της Ελλάδος μετά την Κρήτη. Η τοπογραφία του νησιού είναι σύνθετη με λόφους, βουνά, λιβάδια και πεδιάδες να εναλλάσσονται και μεγάλες κλιματικές διαφορές από το βόρειο προς το νότιο τμήμα. Το βόρειο είναι το ψυχρότερο κομμάτι του νησιού, ενώ το νότιο κομμάτι κοντά στην Κάρυστο, κλιματολογικά και μορφολογικά βρίσκεται πιο κοντά στις Κυκλάδες, καθώς είναι πιο ξηρό, πιο ζεστό και με δυνατούς ανέμους να πνέουν. Το πιο θερμό κομμάτι βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, γύρω από την πόλη της Χαλκίδας. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι κυρίως αυτές που συναντάμε στις Κυκλάδες αλλά και στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα.
Πηγή: https://winesofgreece.org